ημιονικός

ημιονικός
η , όν
1) узкий, труднопроходимый (о дороге); 2) лошачий, относящийся к лошаку, мулу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ημιονικός" в других словарях:

  • ημιονικός — ή, όν (Α ἡμιονικός, ή, όν) [ημίονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν. β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» δρόμος στενός, δύσβατος …   Dictionary of Greek

  • ἡμιονικά — ἡμιονικός only fit for mules neut nom/voc/acc pl ἡμιονικά̱ , ἡμιονικός only fit for mules fem nom/voc/acc dual ἡμιονικά̱ , ἡμιονικός only fit for mules fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονικόν — ἡμιονικός only fit for mules masc acc sg ἡμιονικός only fit for mules neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονικοῦ — ἡμιονικός only fit for mules masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονικούς — ἡμιονικός only fit for mules masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονική — ἡμιονικός only fit for mules fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»